Σλοβάκος

Σλοβάκος
ο, θηλ. Σλοβάκα, Ν
1. ο κάτοικος της Σλοβακίας, ανεξάρτητου σήμερα κράτους, μιας από τις δύο συνιστώσες τής πρώην Τσεχοσλοβακίας
2. στον πληθ. οι Σλοβάκοι
εθνολ. σλαβικός λαός τής ανατολικής πρώην Τσεχοσλοβακίας, που εγκαταστάθηκε στην περιοχή αυτή από τον 4ο π.Χ. αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Slovak < σλοβακικό Slovak με αρχική σημ. «Σλάβος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Στόντολα, Άουρελ — Σλοβάκος μηχανικός (1859 – 1942). Σπούδασε στο πολυτεχνείο της Βουδαπέστης και στην Ανώτατη Τεχνική Σχολή της Ζιρίχης. Στη συνέχεια ολοκλήρωσε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια του Παρισιού και του Βερολίνου. Το 1892 διορίστηκε καθηγητής της… …   Dictionary of Greek

  • Στουρ, Λουντοβίτ — Σλοβάκος φιλόλογος, συγγραφέας και πολιτικός (Ούχροβεκ 1815 – Μόντρα 1856). Επηρεασμένος από τη φιλοσοφία του Χέγγελ και την πανσλαβιστική θεωρία του Γ. Κολάρ υπήρξε ο βασικότερος αντιπρόσωπος του εθνικιστικού κινήματος του 19ου αι. Ταύτισε την… …   Dictionary of Greek

  • Ντούμπτσεκ, Αλεξάντερ — (Alexander Dubcek, Ούροβεκ Σλοβακίας 1921 – 1992). Σλοβάκος πολιτικός. Μικρός εγκαταστάθηκε οικογενειακά στην Κιρκισία της Σοβιετικής ΄Ενωσης (1925 38), όπου και σπούδασε μηχανικός. Αργότερα και κατά την τριετία 1955 58 σπούδασε επιπλέον… …   Dictionary of Greek

  • Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • πανσλαβισμός — Πολιτική και πολιτιστική κίνηση, της οποίας η ιδεολογική αφετηρία πρέπει να αναζητηθεί στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο όρος π. δεν είναι σλαβικός (προτάθηκε από τον Χέρκελ το 1826) και το περιεχόμενο του δεν είναι πάντοτε σαφές. Η θεωρία …   Dictionary of Greek

  • σλοβακικός — ή, ό, Ν [Σλοβάκος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Σλοβακία ή στους Σλοβάκους 2. φρ. «σλοβακική γλώσσα» γλωσσ. δυτικοσλαβική γλώσσα που σχετίζεται στενά με την τσεχική, την πολωνική και τη σοραβική και η οποία χρησιμοποιεί τη λατινική γραφή …   Dictionary of Greek

  • Ράζους, Μαρτίνος — (1888 – 1937). Σλοβάκος λογοτέχνης. Ασχολήθηκε με την ποίηση, αλλά και με το μυθιστόρημα. Οι σημαντικότερες ποιητικές συλλογές του τιτλοφορούνται Στιγμές γαλήνης και καταιγίδας (1917) και Ω χώρα μου. Τα μυθιστορήματά του είναι κυρίως ρεαλιστικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”